Quantcast

Υπ. Δρ. Μαρία Κώστα Ζώτου – Όταν το «δεν μπορώ» γίνεται «δεν θέλω»: πώς η χαμηλή αυτοπεποίθηση επηρεάζει τη μάθηση!

27 Νοεμβρίου 2025 18:21

Πώς οι γονείς μπορούν να ενισχύσουν την εσωτερική παρακίνηση των παιδιών τους

Πόσες φορές έχουμε ακούσει ένα παιδί να λέει “δεν θέλω να το κάνω” ή “δεν μπορώ” μπροστά σε μια σχολική εργασία; Συχνά, πίσω από αυτή τη φράση δεν κρύβεται πείσμα ή τεμπελιά, αλλά ανασφάλεια, φόβος αποτυχίας και χαμηλή αυτοπεποίθηση. Για πολλά παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες, η μάθηση δεν είναι απλώς μια πρόκληση — είναι μια καθημερινή υπενθύμιση των δυσκολιών τους.

Όταν ένα παιδί αποτυγχάνει επανειλημμένα να φέρει εις πέρας μια δραστηριότητα, αρχίζει να συνδέει τη μάθηση με την απογοήτευση. Κάθε άσκηση, κάθε λέξη, κάθε γραπτό δοκίμιο, μπορεί να ξυπνά συναισθήματα ματαίωσης. Έτσι, το παιδί σταδιακά μεταφράζει το “δεν μπορώ” σε “δεν θέλω” — έναν μηχανισμό άμυνας που το προστατεύει από το συναίσθημα της αποτυχίας. Δεν αρνείται τη μάθηση∙ αρνείται να ξαναπληγωθεί.

Το πρώτο βήμα για τον γονιό είναι η κατανόηση. Αντί να ερμηνεύουμε την άρνηση ως αδιαφορία, χρειάζεται να αναρωτηθούμε τι κρύβεται πίσω από αυτήν. Το παιδί μπορεί να φοβάται ότι θα αποτύχει, ότι θα απογοητεύσει τους γονείς του ή ότι “δεν είναι έξυπνο”. Εκεί χρειάζεται ενίσχυση της αυτοπεποίθησης μέσα από ειλικρινή ενθάρρυνση, όχι υπερβολικούς επαίνους.

Ένα απλό “είδα πόσο προσπάθησες” αξίζει πολύ περισσότερο από ένα “είσαι ο καλύτερος”. Το πρώτο αναγνωρίζει την προσπάθεια, το δεύτερο βάζει πίεση για τελειότητα. Τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες χρειάζονται ένα περιβάλλον ασφάλειας, όπου το λάθος δεν θεωρείται αποτυχία αλλά ευκαιρία για μάθηση.

Η εσωτερική παρακίνηση δεν γεννιέται με πίεση ή συγκρίσεις. Αντιθέτως, καλλιεργείται μέσα από μικρές επιτυχίες, σαφείς στόχους και προσωπική σύνδεση με το αντικείμενο της μάθησης. Οι γονείς μπορούν να βοηθήσουν:

  • Δίνοντας στο παιδί επιλογές (π.χ. ποιο μάθημα θέλεις να ξεκινήσεις πρώτο;) ώστε να νιώσει ότι έχει έλεγχο.
  • Δημιουργώντας θετικές ρουτίνες μάθησης, με σύντομα διαλείμματα και καθαρά όρια.
  • Εστιάζοντας σε ό,τι καταφέρνει το παιδί, όχι μόνο σε ό,τι “λείπει”.

Η στάση του γονέα λειτουργεί ως καθρέφτης: όταν δείχνουμε εμπιστοσύνη στις δυνατότητες του παιδιού, το παιδί μαθαίνει να εμπιστεύεται και τον εαυτό του.

Είναι σημαντικό οι γονείς να γνωρίζουν ότι η παραπομπή σε ειδικό παιδαγωγό δεν είναι ένδειξη “αδυναμίας”, αλλά μια πράξη φροντίδας και πρόληψης. Ο ειδικός παιδαγωγός μπορεί:

  • Να εντοπίσει έγκαιρα τις μαθησιακές δυσκολίες.
  • Να προσαρμόσει τη διδασκαλία στις ανάγκες και το μαθησιακό προφίλ του παιδιού.
  • Να ενισχύσει την ψυχοσυναισθηματική ανθεκτικότητα, βοηθώντας το παιδί να ξαναχτίσει την πίστη στον εαυτό του.

Η έγκαιρη παρέμβαση κάνει τη διαφορά: όσο νωρίτερα εντοπιστούν οι δυσκολίες, τόσο πιο αποτελεσματικά μπορεί να υποστηριχθεί η μαθησιακή και συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού.

Κάθε παιδί έχει το δικό του ρυθμό, τον δικό του τρόπο να αντιλαμβάνεται και να εκφράζεται. Το “δεν μπορώ” μπορεί απλώς να σημαίνει “δεν έχω βρει ακόμα πώς”. Γι’ αυτό, ας θυμόμαστε:

Κάθε παιδί είναι μοναδικό, κάθε παιδί είναι χαρισματικό με τον δικό του τρόπο.

Η υπομονή, η αποδοχή και η σωστή υποστήριξη μπορούν να μετατρέψουν το “δεν θέλω” σε “θέλω να προσπαθήσω ξανά”.

 

Υπ. Δρ. Μαρία Κώστα Ζώτου

Ειδική Παιδαγωγός MSc

Επιστημονικά Υπεύθυνη στα Διεπιστημονικά Κέντρα “Χαρισματικά Παιδιά”

Στοιχεία Επικοινωνίας

Υπ. Δρ. Μαρία Κώστα Ζώτου - Όταν το «δεν μπορώ» γίνεται «δεν θέλω»: πώς η χαμηλή αυτοπεποίθηση επηρεάζει τη μάθηση!