Ανέστης Βλάχος: Ποιός ήταν ο «κακός» του Ελληνικού σινεμά

25 Αυγούστου 2021 10:15

Ξέσπασε πόλεμος στην οικογένεια του Ανέστη Βλάχου για την διαθήκη του

Ήταν ο «κακός» του ελληνικού σινεμά και με την εικόνα του έχουν μεγαλώσει γενιές και γενιές.

Οταν όμως κάποιος συναντούσε τον Ανέστη Βλάχο από κοντά,  διαπίστωνε από τα πρώτα λεπτά

της κουβέντας  ότι χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια από μέρους του προκειμένου να ερμηνεύσει αυτό

τον κόντρα ρόλο.

Ο μεγάλος πρωταγωνιστής του σινεμά είχε καρδιά μικρού παιδιού, ήταν έντονα πολιτικοποιημένος

και τα μάτια του υγραίναν όταν έκανε αναδρομή στο παρελθόν είτε για να θυμηθεί την ζωλη του είτε

για να μιλησει για τις σχέσεις ζωής με το θρυλικό ζευγαρι Έλλη Λαμπέτη – Δημήτρη Χόρν είτε για τον «αδερφό» του Νίκο Ξανθόπουλο.

Φυσικά δεν θα μπορουσε να τον αφησει ασυγκλινητο η οικογένεια του. Τα δύο παιδιά του, τον Ηρακλή από τον πρώτο του γάμο με την καλλιτέχνιδα Αναστασία Παπανδρόνη, και την Έλλη με τη δεύτερη σύζυγό του, επίσης ηθοποιό Μαρία Γαρίτση. Ο αξέχαστος ηθοποιός είχε διηγηθεί στην Espresso την ζωή του και είχε κλανει την δικη του κατάθεση ψυχής.

H ζωή του 

Η ζωή του δεν ήταν στρωμένη με ροδοπέταλα. Ο πατέρας του σκοτώθηκε στον πόλεμο του 1940. Ο Ανέστης τελείωσε τις πρώτες τάξεις του δημοτικού στο ορφανοτροφείο Δράμας και το 1946 ήρθε στην Αθήνα μαζί με τη μητέρα του αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Σπούδασε στη σχολή Σταυράκου και παράλληλα δούλευε στην οικοδομή, όπου έχασε το μάτι του, όταν τραυματίστηκε σοβαρά από μια πρόκα. Η Ελλη Λαμπέτη και ο Δημήτρης Χορν, που τότε ήταν ζευγάρι, τον φρόντισαν σαν αδέρφια.

Τελευταία φορά που ανέβηκε στο σανίδι και συγκλόνησε με την ερμηνελια του ήταν  στο θέατρο Ορφέας με το έργο «Οίκος ευγηρίας»,  με συμπρωταγωνιστές τους Νίκο Βανδώρο, Μαρία Ιωαννίδου, Τρύφωνα Καρατζά, Καίτη Φίνου, Τιτίκα Σαριγκούλη, Σπύρο Μπιμπίλα και πολλούς άλλους. «Τόσα χρόνια δεν έκανα θέατρο, γιατί δούλευα στον κινηματογράφο, τον οποίο αγαπούσα πολύ. Εκανα πάνω από 180 ταινίες, με απορρόφησε το σινεμά. Εχω τιμητική σύνταξη χάρη στα βραβεία που έχω κερδίσει. Τώρα λοιπόν στα γεράματα μου έκαναν πρόταση να παίξω σε αυτό το έργο, το οποίο έχει να κάνει με μια κοινωνία απόστρατων ηθοποιών.

Η ιστορία μας διαδραματίζεται μέσα σε ένα νοσοκομείο, όπου άνθρωποι που βρίσκονται στη “δύση” τους ανοίγουν την καρδιά τους, λένε τα προβλήματά τους. Ευχαριστήθηκα πολύ με αυτή τη συνεργασία, γιατί τους ήξερα ως ηθοποιούς, όμως δεν είχα συνεργαστεί μαζί τους. Θα δείτε μια παράσταση ανθρώπινη και θα καταλάβετε ότι και οι ηλικιωμένοι έχουν ψυχή».

Ομορφα περιστατικά που τα φυλάει στην καρδιά σαν πολύτιμα πετράδια

Ο κόσμος τον έχει συνδέσει με τον ρόλου του κακού, του άγριου, του άξεστου, ενώ εκείνος

χαρακτηρίζει τον εαυτό του ρολίστα. «Ο κινηματογράφος περισσότερο στηρίζεται στο physique

και μετά στην ψυχολογία και στο ταμπεραμέντο του ηθοποιού. Ετυχε λοιπόν στην πρώτη μου ταινία,

την “Αγιούπα” του Γκρεγκ Τάλας, να κάνω έναν βιαστή. Στον κινηματογράφο, όταν ένας ηθοποιός έπαιζε έναν ρόλο και είχε επιτυχία, τότε όλοι οι σεναριογράφοι έγραφαν τον ίδιο χαρακτήρα. Μην ξεχνάμε ότι γίνονταν 200 ταινίες τον χρόνο και δεν προλάβαιναν οι συγγραφείς να γράφουν, έλεγαν “υπάρχει ένας σκληρός, ποιος θα τον κάνει;” και σε έπαιρναν και γινόταν μοτίβο».

Το βλέμμα του νοσταλγικό όταν αναφέρεται στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο και ειδικά στον κουμπάρο του Νίκο Ξανθόπουλο. «Κάποτε πίναμε τον καφέ μας με τον Νίκο εδώ στην πλατεία Βικτωρίας. Κάποια στιγμή περνάνε δύο γυναίκες, οι οποίες αρχίζουν τραγικά να πιάνουν τα μαλλιά

τους και να του λένε “Νίκο, πώς κάθεσαι δίπλα του”. Οπότε γυρίζει ο Νίκος και τους λέει “Τι λέτε,

κυρίες μου, ο Ανέστης είναι το κουμπαράκι μου, το φιλαράκι μου, τον αγαπώ” κι εκείνες του

φώναζαν “φύγε, φύγε θα σε σκοτώσει”. Αυτό είναι αληθινό! Χτυπιόντουσαν! Επειδή καθόμουν

δίπλα του θεωρούσαν πως θα του κάνω κακό. Ενώ με τον Νίκο είμαστε κουμπάροι, με έχει

στεφανώσει και είμαστε φίλοι χρόνια».

Τα παρασκηνια

Τα παρασκήνια από τις 180 ταινίες που έχει γυρίσει είναι αρκετά ώστε να γράψει ακόμη και βιβλίο. Μοιράστηκε μαζί μας κάποια περιστατικά, που τα φυλάει στην καρδιά του σαν πολύτιμα πετράδια.
«Στην ταινία του Νίκου Κούνδουρου “Το ποτάμι” εγώ έπρεπε να πέσω μέσα και, λόγω ζέστης, να

ρίχνω νερό πάνω μου για να δροσιστώ. Ελα όμως που τα γυρίσματα τα κάναμε χειμώνα στις Σέρρες

και το ποτάμι κατέβαζε κομμάτια πάγου! Εγώ έκανα κανονικά τη σκηνή, αλλά με έβγαλαν

μελανιασμένο από το κρύο και άρχισαν να με τρίβουν με οινόπνευμα, γιατί δεν ανέπνεα» διηγείται,

ενώ το κουβάρι των αναμνήσεων συνεχίζει να ξεδιπλώνεται.

«Γυρίζαμε την “Κατάρα της μάνας” με τον Γιώργο Φούντα και τον Κώστα Κακαβά, ο οποίος είχε

μια σκηνή που έπρεπε να πέσει στο ποτάμι. Την έκανε -ήταν ένας τσακωμός- και βγήκε με λάσπες.

Ο Φούντας, πολύ καλός ηθοποιός και φίλος, του λέει: “Αγοράκι μου, να προσέχεις τη φάτσα σου”. Εννοούσε ότι ο Κακαβάς, που είναι φίλος μου και τον αγαπώ, δεν είναι καλός ηθοποιός, αλλά τον έπαιρναν στις ταινίες για την εξωτερική του εμφάνιση. Εγώ αντέδρασα. “Τι του λες, ρε Γιώργο, του παιδιού;” του είπα. Ηταν ωραίες εποχές και περνάγαμε ωραία, είχαμε τις πλάκες μας. Εχω πολλές αναμνήσεις από τις ταινίες που έχω γυρίσει, μπορώ να πω και νοσταλγία».

 

Η αδερφική φιλία με Χορν και Λαμπέτη

 

Ο Ανέστης Βλάχος μιλάει και για άλλη μια μεγάλη φιλία, σχεδόν αδερφική. Το θρυλικό ζευγάρι του ελληνικού σινεμά, η Ελλη Λαμπέτη και ο Δημήτρης Χορν, ήταν εκείνοι που του στάθηκαν μετά το ατύχημα που είχε, με αποτέλεσμα να χάσει το μάτι του. Αν και δύσκολα μιλάει γι’ αυτή την περιπέτεια, εντούτοις θυμάται: «Μετά το “Κορίτσι με τα μαύρα”, όταν χτύπησα κι είχα προβλήματα, η Λαμπέτη και ο Χορν μου στάθηκαν σαν αδέρφια. Δεν θα το ξεχάσω μέχρι να πεθάνω, γιατί λίγοι άνθρωποι έχουν τέτοια ψυχή. Οταν βλέπω ταινίες τους συγκινούμαι πολύ και κλαίω».

Ο… νταής  που τρέμει στην πλατεία Βικτωρίας

Μένοντας σε μια δύσκολη περιοχή, όπως η πλατεία Βικτωρίας, ομολογεί ότι φοβάται. «Ο νταής

του κινηματογράφου, από τους ρόλους εννοώ, προτού πέσει ο ήλιος πάει σπίτι του. Κλειδώνω, αμπαρώνω και είναι τραγική κατάσταση στα γεράματά μου να φοβάμαι να βγω έξω. Εγώ εδώ

στην πλατεία Βικτωρίας έζησα πενήντα χρόνια. Ηταν μια χαρούμενη περιοχή. Φοβάμαι όχι μήπως

με σκοτώσουν, αυτό είναι το λιγότερο, αλλά τον βασανισμό και τον εκβιασμό που κάνουν στον

δρόμο ακόμα και για πέντε ευρώ».

Τα μόνα του έσοδα προέρχονται από τη σύνταξη που παίρνει. «Δεν περίμενα να περάσω τέτοια

μαύρα γεράματα, γιατί δουλεύω από 11 χρόνων παιδί και τώρα είμαι 79. Κάθε φορά που πάω να πληρωθώ, κάθε μήνα, τρέμει η ψυχή μου και λέω “θα προλάβω να πληρώσω το φως και τα χαράτσια;»”. Ζω και

με αυτό το άγχος».

Τελειώνοντας, δεν θα μπορούσαμε να τον ρωτήσουμε τι γεύση του έχει αφήσει το επάγγελμα του ηθοποιού. «Νοσταλγία. Γιατί ο ηθοποιός είναι μεγάλο πράγμα, να κάνεις χαρακτήρες έξω από τον

εαυτό σου. Κι όταν το πετυχαίνεις και αρέσεις, χαίρεσαι γιατί είναι σαν να είσαι ο ήρωας που υποδύεσαι».