Ο εκτινασσόμενος δάκτυλος είναι μια κατάσταση όπου εμποδίζεται η φυσιολογική ολίσθηση του τένοντα που “λυγίζει” το δάκτυλο. Αυτό που συμβαίνει σε μια τέτοια περίπτωση είναι ότι το “σωληνάκι” μέσα στο οποίο ολισθαίνει ο τένοντας (έλυτρο) στενεύει και σε κάποιες περιπτώσεις ο τένοντας παχύνεται, με αποτέλεσμα να μη “χωράει” ο τένοντας να διέλθει στο έλυτρό του.
Είναι κάτι αρκετά συνηθισμένο, ιδιαίτερα σε γυναίκες μέσης ηλικίας. Συμβαίνει στο 2-3% των ανθρώπων, στο δε 10% των διαβητικών
Θεωρείται ότι η υπερβολική χρήση των δακτύλων (χειρωνακτική εργασία, συχνές κινήσεις δραγμού, παρατεταμένη παραμονή των δακτύλων σε θέση λυγίσματος) είναι σαφώς επιβαρυντικός παράγοντας.
Συχνότερα προσβάλλει το μέσο και τον παράμεσο δάκτυλο, ενώ ακολουθεί σε συχνότητα ο αντίχειρας.
Συνήθως η εμφάνιση της πάθησης είναι σταδιακή.
Αρχικά ο ασθενής παραπονείται για πόνο στην παλάμη, περίπου στο ύψος της χειρομαντικής γραμμής που βρίσκεται προς τα δάκτυλα.
Αργότερα εμφανίζεται αίσθημα αναπήδησης ή κριγμού και στη συνέχεια παρουσιάζονται επεισόδια “κλειδώματος” του δακτύλου.
Σε πολλές περιπτώσεις ίσως χρειαστεί ο ασθενής να χρησιμοποιήσει το άλλο χέρι για να “ξεκλειδώσει” το δάκτυλο. Όταν συμβεί αυτό συνήθως γίνεται με ένα δυσάρεστο αίσθημα αναπήδησης στην παλάμη. Συχνά οι ασθενείς αναφέρουν ότι το πρωί τα συμπτώματα είναι πιο συχνά και πιο έντονα.
Αν το πρόβλημα είναι πολύ παραμελημένο, μπορεί να υπάρχει μια μόνιμη δυσκολία στο λύγισμα του δακτύλου, ενώ ίσως συνυπάρχουν και πρήξιμο στις αρθρώσεις ή αγκύλωση, μόνιμη δηλαδή παραμόρφωση.
Ο γιατρός που θα εξετάσει τον ασθενή εύκολα θα εντοπίσει το σημείο του πόνου στο σημείο της εμπλοκής, ενώ ενδεχόμενα να ψηλαφήσει και κάποια διόγκωση του τένοντα.
Στην κίνηση ο γιατρός αντιλαμβάνεται την εμπλοκή του τένοντα, ενώ μπορεί να προκαλέσει και τα συμπτώματα κουνώντας το δάκτυλο παθητικά.
Η διάγνωση του εκτινασσόμενου δακτύλου είναι κλινική και δεν υπάρχει κανένας λόγος να γίνουν απεικονιστικές εξετάσεις για τεκμηρίωση.
Όσο εύκολη και αν είναι η διάγνωση, η θεραπεία διαφέρει ανά περίπτωση.


Η συντηρητικη θεραπεία προτείνεται αρχικά σε όλους τους ασθενείς.
Αυτό σημαίνει χρήση ειδικού νάρθηκα του δακτύλου, τροποποίηση ή περιορισμό της δραστηριότητας και αντιφλεγμονώδη φάρμακα. Έχει πιθανότητα επιτυχίας 40-60%, με υψηλότερη πιθανότητα επιτυχίας σε ασθενείς που είναι εξαιρετικά πειθαρχημένοι και χωρίς πολύ προχωρημένη την κατάσταση.
Το ποσοστό επιτυχίας μπορεί να φτάσει το 90% όταν γίνει και κάποια έγχυση κορτιζόνης υπό τοπική αναισθησία στο έλυτρο του τένοντα και για αυτό η πρακτική αυτή είναι εξαιρετικά διαδεδομένη και προσφέρεται σχεδόν πάντα ως αρχική θεραπεία.
Σε περίπτωση που η συντηρητική θεραπεία αποτύχει, η χειρουργική επέμβαση κατά την οποία γίνεται διατομή του εξαρτήματος του ελύτρου που “μπλοκάρει” τον τένοντα δίνει την οριστική λύση.
Είναι μια επέμβαση που γίνεται με τοπική αναισθησία σε 10-15 λεπτά με ελάχιστα πιθανά προβλήματα, ενώ ο ασθενής μπορεί άμεσα να χρησιμοποιήσει το χέρι του με κάποιους περιορισμούς 10-15 ημερών, για όσο ακόμα υπάρχουν τα ράμματα του δέρματος.
Υπάρχει επίσης και η επιλογή η επέμβαση αυτή να γίνει χωρίς τομή δέρματος, με τη χρήση μιας βελόνας, πράγμα που επιτρέπει ταχύτερη επάνοδο στη δραστηριότητα χωρίς περιορισμούς. Θα πρέπει να σημειωθεί βέβαια ότι υπάρχει μια πιθανότητα γύρω στο 5% η “κλειστή” διατομή να αποτύχει μιας και γίνεται πρακτικά “στα τυφλά” δια της αφής και ότι η επιτυχία τής εξαρτάται απολύτως από την εμπειρία του ορθοπαιδικού που την πραγματοποιεί.
Ενώ ο εκτινασσόμενος δάκτυλος είναι μια πολύ συχνή και μάλλον ακίνδυνη πάθηση, δεν πρέπει να παραμελείται καθώς δυσκολεύει την καθημερινή δραστηριότητα του πάσχοντα και αν αφεθεί χωρίς θεραπεία μπορεί να οδηγήσει σε δυσκαμψία ή παραμόρφωση του δακτύλου.
Αν επομένως νιώθετε εμπλοκή ή αναπήδηση κάποιου δακτύλου κατά τη χρήση του χεριού σας, καλό είναι να επικοινωνήσετε με τον ορθοπαιδικό σας
Ηλίας Αλαφροπάτης
Ορθοπαιδικός Χειρουργός