Ο Σπας Ρούσεφ είναι ο νέος ιδιοκτήτης της βίλας του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου στο Πόρτο Χέλι.
Ο Βούλγαρος επιχειρηματίας Σπας Ρούσεφ διέθεσε περισσότερα από δέκα εκατομμύρια ευρώ προκειμένου να αποκτήσει την πολυτελή κατοικία του Κωνσταντίνου.
Ο 68χρονος άνδρας είναι από τους πλέουν δυνατούς «παίκτες» στον κλάδο των τηλεπικοινωνιών και πρόεδρος της «Viva Corporate Bulgaria». Πρόκειται για έναν από τους πιο σημαντικούς επενδυτές στη νοτιοανατολική Ευρώπη.
Ο Ρούσεφ επισκεπτόταν κάθε χρόνο τον Άγιο Αιμιλιανό και όταν αντιλήφθηκε ότι υπήρχε η δυνατότητα να κάνει δική του τη βίλα του Κωνσταντίνου, δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη.
Ο Βούλγαρος μεγιστάνας διατηρεί φιλικές σχέσεις με τους δύο μεγάλους γιους του τέως βασιλιά, Παύλο και Νικόλαο. Ο πρώτος είχε παραβρεθεί τον Σεπτέμβριο του 2016 στα γενέθλια της συζύγου του Ρούσεφ, στο «Loulou’s» του Λονδίνου.
Όταν ο Βούλγαρος εξέφρασε την επιθυμία να αγοράσει σπίτι στην Ελλάδα, τα μέλη της τέως βασιλικής οικογένειας άρχισαν να σκέφτονται σοβαρά το ενδεχόμενο να πωληθεί σε εκείνον η κατοικία στο Πόρτο Χέλι. Άλλωστε, τα τελευταία χρόνια είχαν προκύψει προβλήματα με την υγεία του Κωνσταντίνου και ήθελαν να τη δώσουν.
Έτσι, αποφασίστηκε να προχωρήσει το θέμα με τον Ρούσεφ και να πάρει εκείνος την οικία που είχε αγοραστεί το 2014 από τον Λιβανέζο Μαρκ Σούρσοκ. Το ποσό που δαπανήθηκε ήταν της τάξης των πέντε εκατομμυρίων.
Το deal φέρεται να «κλείστηκε» από λογιστικό γραφείο του Κολωνάκι, έναντι δέκα εκατομμυρίων ευρώ και έπειτα από αμοιβαίες υποχωρήσεις.
Υπενθυμίζεται πως η πολυτελής βίλα διαθέτει ιδιωτική παραλία, πισίνα τριάντα μέτρων και δώδεκα κρεβατοκάμαρες.
Ο Ρούσεφ γεννήθηκε στη Σόφια στις 4 Ιουνίου 1954. Είναι απόφοιτος του Πανεπιστημίου VIF. Είχε εργαστεί ως παιδαγωγός σε οικοτροφείο, ενώ αργότερα δούλεψε ως οδηγός του Στόγιαν Μαρκόφ, ενός από τα ισχυρά μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Μετά την ανατροπή του κομουνιστικού καθεστώτος της Βουλγαρίας, το 1989, ανέλαβε αναπληρωτής διευθυντής της Υπηρεσίας Εξωτερικής Βοήθειας (Foreign Aid Agency), έπειτα από πρόταση του βουλευτή του Φιλελεύθερου κόμματος Πέτκο Σιμεόνοφ.
Βρέθηκε στο «στόχαστρο» κάποιων που αποπειράθηκαν να τον εμπλέξουν σε οικονομικό σκάνδαλο. Έπειτα από αυτό, το 1993, εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο αποδεχόμενος σχετική πρόσκληση του τότε πρεσβευτή Ιβάν Στάντσοβ.
Έκτοτε μένει στη βρετανική πρωτεύουσα με τη σύζυγό του Ντιλιάνα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 ίδρυσε την εταιρεία τηλεπικοινωνιών «Telelink», μαζί με τον φίλο του Λιούμπομιρ Μίντσελ. Ανέλαβαν την κατασκευή του δικτύου της δεύτερης εταιρείας κινητής τηλεφωνίας στη Βουλγαρία.
Το 2012 απέκτησε ξενοδοχείο «Radisson Blue Hotel» στη Σόφια και την επόμενη χρονιά και το «Hilton» έναντι 24 εκατομμυρίων ευρώ.
Παράλληλα, ανέλαβε ρόλο συμβούλου σε κορυφαίες εταιρείες και τις προέτρεψε να μπουν στη βουλγαρική αγορά. Ανάμεσά τους και η ελληνική «Intralot».
Το 2015, ως πρόεδρος της «Viva Telecom» συνεργάστηκε με τη ρωσική τράπεζα «VTB» και ολοκλήρωσαν την αγορά της βουλγαρικής εταιρείας τηλεπικοινωνιών «Vivacom». Το αντίτιμο έφτασε στα 330 εκατομμύρια ευρώ. Το 2019 την πούλησαν στη «United Group» έναντι 1,2 δισ. ευρώ!
Το 2016 επεκτάθηκε και στον χώρο του ποδοσφαίρου καθώς πήρε το πακέτο των μετοχών της Λέφσκι Σόφιας. Αργότερα αποχώρησε από τη διοίκηση. Εντούτοις, εξακολουθεί να στηρίζει οικονομικά την ομάδα.
Ακολούθησε –το 2021- η απόκτηση της συνδρομητικής τηλεόρασης «Bulsatcom», με περισσότερα από 240 κανάλια.
Σε προσωπικό επίπεδο, δέχθηκε ένα σκληρό «χτύπημα» από τη μοίρα καθώς έχασε τον πρώτο του γιο, Μίτκο. Το παιδί ήταν τεσσάρων ετών όταν ξέφυγε από την προσοχή της μητέρας του και έπεσε από τον δέκατο όροφο του διαμερίσματος, στο οποίο ζούσαν τότε στη Σόφια.
Ο θάνατός του συγκλόνισε τους γονείς του που για πολύ καιρό δεν μπορούσαν να συνέλθουν από το σοκ.
Αργότερα, έγιναν και πάλι γονείς αφού απέκτησαν έναν γιο, τον Εβγκένι και μία κόρη, την Κρίστα.
Τόσο εκείνος όσο και η σύζυγός του είναι παθιασμένοι συλλέκτες βιβλίων και έργων σύγχρονης τέχνης.