Τι πρέπει να ξέρουμε για τον καρκίνο του Θυρεοειδούς και την θεραπεία του; – Άννα Α. Γαρίδου

9 Μαΐου 2022 16:50

Άννα Α. Γαρίδου

Τι πρέπει να ξέρουμε για τον καρκίνο του Θυρεοειδούς και την θεραπεία του;
Τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται αύξηση του καρκίνου του θυρεοειδούς.
Αυτό σχετίζεται με μόλυνση του περιβάλλοντος (που προκαλεί αύξηση στους “ενδοκρινικούς διαταράκτες”), ιονίζουσα ακτινοβολία, κληρονομικότητα, ελλείψεις σε διατροφικά στοιχεία, παχυσαρκία… αλλά και με τη συχνότερη απεικόνιση του θυρεοειδούς αδένα (υπερηχογράφημα, αξονική ή μαγνητική τομογραφία), κατά την οποία αποκαλύπτονται όχι μόνο οι ψηλαφητοί όζοι αλλά και όζοι μικροί κάτω του ενός εκατοστού.
Οι όζοι είναι μορφώματα συμπαγή ή κυστικά, καλοήθη σε ποσοστό 85-95%. Επομένως, μόνο το 5-15% των όζων του θυρεοειδούς είναι κακοήθεις, δηλαδή καρκίνος θυρεοειδούς.
Ο καρκίνος του θυρεοειδούς διακρίνεται σε καρκίνο που προέρχεται:
α) Από ταθυλακιώδη κύτταρα, δηλαδή τα κύτταρα που παράγουν τις θυρεοειδικές ορμόνες Τ4 (θυροξίνη) και Τ3.
β) Από τα “C” κύτταρα, ή παραθυλακιώδη, που είναι νευροενδοκρινικά κύτταρα, βρίσκονται ανάμεσα στα θυρεοειδικά(θυλακιώδη) και δεν παράγουν θυροξίνη, αλλά καλσιτονίνη. Ο καρκίνος που προκύπτει από αυτά λέγεται “μυελοειδές καρκίνωμα”, ευτυχώς σπάνιο, διότι η πρόγνωσή του, αν δεν διαγνωσθεί εγκαίρως, δεν είναι τόσο καλή.
Ο καρκίνος που προκύπτει από το θυλακιώδες κύτταρο διακρίνεται:
Ι. Σε διαφοροποιημένο: 1) καλά διαφοροποιημένο και 2) πτωχά διαφοροποιημένο (σπάνιο).
ΙΙ. Σε αναπλαστικό (πλήρως αδιαφοροποίητο), εξαιρετικά σπάνιο και πολύ κακής πρόγνωσης.
Το καλά διαφοροποιημένο καρκίνωμα αποτελεί το μεγαλύτερο ποσοστό καρκίνου θυρεοειδούς. Έτσι, όταν λέμε καρκίνος θυρεοειδούς, συνήθως μιλάμε για το καλά διαφοροποιημένο καρκίνωμα. Έχει πολύ καλή πρόγνωση και πολλοί το θεωρούν “καλοήθη κακοήθεια”.
Διακρίνεται σε “θηλώδες” (συχνότερο) και “θυλακιώδες”.
Υπερηχογραφικά εμφανίζει χαρακτηριστικά που μας κάνουν να το υποψιασθούμε και να το ξεχωρίσουμε ακόμα και εάν υπάρχουν πολλοί όζοι, όπως σε μια πολυοζώδη βρογχοκήλη. Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι:
α) μη ομαλό σχήμα, β) σημαντική υποηχογένεια, γ) αυξημένη εσωτερική αγγείωση, δ) μικροασβεστώσεις, ε) κάθετος προσανατολισμός.
Όταν δούμε έναν ύποπτο όζο, κάνουμε παρακέντηση διά λεπτής βελόνης (FNA) και κυτταρολογική εξέταση. Οι μικρή όζοι (κάτω του ενός εκατοστού) όταν βρίσκονται μέσα στον θυρεοειδή αδένα και δεν έχουν διηθήσει την κάψα του (περίβλημα) έχουν αργή εξέλιξη (ετών) χωρίς να επηρεάζουν την υγεία του ασθενούς, την λειτουργία του θυρεοειδούς, ούτε και την πρόγνωση της νόσου, ιδιαίτερα όταν είναι θηλώδη καρκινώματα και δεν ανήκουν στους πιο επιθετικούς υποτύπους (tallcell).
Η θεραπεία του καρκίνου του θυρεοειδούς είναι χειρουργική. Ολική θυρεοειδεκτομή και λεμφαδενικός καθαρισμός κεντρικός (στο κεντρικό διαμέρισμα του τραχήλου) συνιστάται στις περισσότερες περιπτώσεις.
Εάν υπάρχουν διηθημένοι (μεταστατικοί) λεμφαδένες στις πλάγιες τραχηλικές χώρες, γίνεται και πλάγιος λεμφαδενικός καθαρισμός.
Λοβεκτομή (δηλαδή χειρουργική αφαίρεση ενός από τους δύο λοβούς του αδένα) συστήνεται σε καρκίνο θυρεοειδούς κάτω του ενός εκατοστού, αν δεν έχει διηθήσει το περίβλημα του θυρεοειδούς και δεν έχει επεκταθεί στους γύρω ιστούς.
Η λοβεκτομή έχει το πλεονέκτημα ότι έτσι αποφεύγεται μια σοβαρή επιπλοκή της ολικής θυρεοειδεκτομής, η εκτομή των παραθυρεοειδών αδένων (έχουμε 4 στο οπίσθιο – πλάγιο τοίχωμα του θυρεοειδούς), που αν συμβεί αφήνει μόνιμη υπασβεστιαιμία. Επίσης αποφεύγεται η λήψη θυροξίνης δια βίου, μιας και παραμένει ο άλλος λοβός του θυρεοειδούς. Έχει όμως το μειονέκτημα ότι ενδέχεται να χρειαστεί εκτομή μετεγχειρητικά και του άλλου λοβού, αν η ιστολογική δείξει επέκταση της νόσου που δεν είχε φανεί πριν.
Όσον αφορά στις χειρουργικές επιπλοκές της ολικής θυρεοειδεκτομής, δύο είναι οι πιο συχνές: Η εκτομή των παραθυρεοειδών ή η μόνιμη βλάβη τους (βλ. ανωτέρω) και η βλάβη των λαρυγγικών νεύρων με αποτέλεσμα μόνιμο βράγχος φωνής ή και δυσκαταποσία. Εξειδικευμένοι χειρουργοί θυρεοειδούς πετυχαίνουν σχεδόν μηδενικές επιπλοκές και εξαιρετικά χειρουργικά αποτελέσματα καθοριστικής σημασίας για την έκβαση της νόσου.
Μετά την ολική θυρεοειδεκτομή (όχι σε λοβεκτομή) εξετάζεται η λήψη ραδιενεργού ιωδίου ανάλογα με την ιστολογική εξέταση, το μέγεθος των καρκινικών όζων και τη διασπορά (λεμφαδενικές ή άλλες μεταστάσεις).
Τα μόνα κύτταρα στον οργανισμό που χρησιμοποιούν ιώδιο είναι τα θυρεοειδικά (φυσιολογικά ή καλώς διαφοροποιημένα καρκινικά). Τα καρκινικά κύτταρα προσλαμβάνουν το ραδιενεργό ιώδιο όπου και αν βρίσκονται (θυρεοειδικό υπόλειμμα, λεμφαδένες, απομακρυσμένες μεταστάσεις ευτυχώς σπάνιες) και έτσι καταστρέφονται.
Για να προσληφθεί το ραδιενεργό ιώδιο πρέπει ο οργανισμός να μην έχει ιώδιο, δηλαδή η θυροξίνη που το περιέχει στο μόριό της να είναι ελάχιστη. Για να επιτευχθεί αυτός ο υποθυρεοειδισμός (με την θυρεοειδοτρόπο ορμόνη TSHπάνω από 30 IU/ml) περιμένουμε 20 – 30 μέρες μετά την ολική θυρεοειδεκτομή, γιατί η προϋπάρχουσα θυροξίνη φεύγει αργά από τον οργανισμό. Επιπλέον συνιστάται η αποχή από τροφές που περιέχουν ιώδιο (θαλασσινό αλάτι, τυριά, κονσέρβες, θαλασσινά κ.α.) για 15 ημέρες πριν τη λήψη θεραπευτικού ιωδίου.
Μετά την χορήγηση ραδιενεργού ιωδίου και για προστασία άλλων ατόμων από τη ραδιενέργεια, ο ασθενής απομονώνεται για 2 μέρες σε δωμάτιο με μόλυβδο (νοσοκομείο) και στη συνέχεια για λίγες ακόμα μέρες παραμένει σε απόσταση από εγκύους και παιδιά.
Οκτώ με δέκα ημέρες μετά την λήψη ραδιενεργού ιωδίου, γίνεται ολόσωμο σπινθηρογράφημα, που δείχνει ποια σημεία το έχουν προσλάβει.
Πλήρη ίαση έχουμε σε πολύ υψηλό ποσοστό (εξ ου και η “καλοήθης κακοήθεια”).
Η παρακολούθηση γίνεται με υπερηχογράφημα και προσδιορισμό θυρεοσφαιρίνης, μιας απαραίτητης (και “παρεξηγημένης”, βλ. παρακάτω) για τη λειτουργία του θυρεοειδούς πρωτεΐνης, που παράγεται μόνο από θυρεοειδικά κύτταρα, φυσιολογικά ή καρκινικά.
Αφού έχει εξαιρεθεί ο θυρεοειδής και έχουν καεί με ιώδιο τα υπολείμματα, περιμένουμε να είναι πολύ χαμηλή η τιμή της θυρεοσφαιρίνης. Αν στην παρακολούθησηδούμε να αυξάνει η τιμή της, αυτό σημαίνει υποτροπή. Όμως όταν υπάρχει ο θυρεοειδής, μια αυξημένη τιμή θυρεοσφαιρίνης δεν σημαίνει αναγκαστικά καρκίνο, γιατί δικαιολογείται από θυρεοειδίτιδα Hashimoto, πολυοζώδη βρογχοκήλη, μεγάλους κυστικούς ή θερμούς όζους και άλλες καλοήθεις καταστάσεις.
Επομένως υψηλή τιμή θυρεοσφαιρίνης αξιολογείται ως καρκινικός δείκτης μόνο μετά από ολική θυρεοειδεκτομή και μόνο από τον θεράποντα ενδοκρινολόγο.
Για τις λοιπές (κακοηθέστερες) μορφές καρκίνου θυρεοειδούς, που αποτελούν μικρό ποσοστό, συνιστάται εξειδικευμένη αντιμετώπιση με εξωτερική ακτινοβόληση ή/και χημειοθεραπεία σε προχωρημένη νόσο.

Άννα Α. Γαρίδου
Ιατρός Ενδοκρινολόγος – ∆ιαβητολόγος