Βασίλης Μπισμπίκης: «Φυσικά ζορίστηκα, ήμουν άφραγκος και ένας χαρακτήρας των άκρων και των καταχρήσεων»

8 Νοεμβρίου 2021 09:40

Ο Βασίλης Μπισμπίκης ετοιμάζει μια παράσταστη σταθμό στον πολυχώρο Cartel. Τα «Κόκκινα φανάρια» του βρίσκουν την underground εκδοχή τους και καταθέτει σε αυτά στιγμές από την πρώτη του επαφή με τη ζωή στην πρωτεύουσα.

Βασίλης Μπισμπίκης: «Φυσικά ζορίστηκα, ήμουν άφραγκος και ένας χαρακτήρας των άκρων και των καταχρήσεων».

— Βασίλη, από μικρός ήθελες να κάνεις θέατρο;

Δεν ξέρω αν ήθελα να κάνω θέατρο με την έννοια που το λέει σήμερα ένας δεκαοχτάρης. Προφανώς ήταν μια διέξοδος που δεν την καταλάβαινα. Μεγάλωσα στο Λουτράκι, από μικρό παιδί έκανα Καραγκιόζη, έφτιαχνα τσίρκο, σκηνοθετούσα, έβαζα εισιτήριο, ήθελα πάντα να κάνω αυτό που είχα στο μυαλό μου.

Όταν ήμουν ακόμα σχολείο μπήκα σε έναν ερασιτεχνικό σύλλογο και κάναμε την «Ελένη» του Ευριπίδη. Πήραμε το βραβείο αρχαίου δράματος και παίξαμε στην Επίδαυρο τιμητικά σε μια βραδιά αφιερωμένη στον Ροντήρη. Εκεί με είδε ο Τάσος Ρούσσος, τότε διευθυντής στο Εθνικό, και μου είπε: «Αγόρι μου, εσύ θα έρθεις στο Εθνικό». Και πήγα ‒ αλλά πώς να με πάρουν;

Εγώ δεν είχα τελειώσει το λύκειο, ένα γυμνάσιο με το ζόρι, με είχαν διώξει από παντού. Αλλά ήρθα στην Αθήνα, είπα «θα πάω να βρω την πιο φτηνή σχολή» και τη βρήκα, τη σχολή της Μαίρης Βογιατζή-Τράγκα. Εκεί πήγα και δεν το μετάνιωσα γιατί βρήκα έναν δάσκαλο, τον Βασίλη Ρίτσο, που ήταν ο μέντοράς μου τέσσερα χρόνια.

— Ζορίστηκες στην Αθήνα;

Φυσικά ζορίστηκα, ήμουν άφραγκος και ένας χαρακτήρας των άκρων και των καταχρήσεων και αυτό το κομμάτι της ζωής μου έχει μεγάλη σχέση με τα «Κόκκινα Φανάρια» που ετοιμάζουμε, γιατί έζησα μέσα στο περιθώριο. Και μέσα στις μεγάλες ταλαιπωρίες που πέρναγα με μάζευαν κυριολεκτικά οι πουτάνες και οι τρανς και με φρόντιζαν. Ζούσα στην Ομόνοια, σε ένα ξενοδοχείο, και ήμουνα συγκάτοικός τους. Όταν είχε κρύο με βοηθούσαν πάρα πολύ, μου άνοιγαν τα μπουρδέλα και καθόμουνα στις σόμπες με τις τσατσάδες. Είναι σαν φόρος τιμής σε αυτά τα πρόσωπα η παράσταση, αλλά εμείς εδώ το πάμε ένα βήμα παραπέρα.

— Έχετε φτιάξει ένα κλαμπ, σωστά καταλαβαίνω το σκηνικό;

Από τα «Κόκκινα Φανάρια» όπως τα ξέρουμε δεν έχω κρατήσει τίποτα, μόνο την ατμόσφαιρα. Θέλω να μιλήσω γι’ αυτόν τον κόσμο και την κοινωνικοπολιτική κατάσταση που υπάρχει σε σχέση με τη διαφορετικότητα. Είναι η Αθήνα μέσα από αυτό το λούμπεν τότε κομμάτι της του ’60, που ήταν και κρυφό και σαν «καταραμένο», που δεν φόραγαν γυναικεία ρούχα οι τρανς, με τις αφηγήσεις του Δημήτρη Παπάζογλου που κάνει τη λεκανατζού και λέει ιστορίες παλιές από του Κουράδα και τη Χαβάη, το υπόγειο κάτω από το Περοκέ, που ήταν το πρώτο τραβεστομάγαζο της Αθήνας ‒ αυτά τα μαγαζιά τα έχει προλάβει.

Αλλά και με τις αφηγήσεις της Μπέτυς Βακαλίδου, που μιλάει για τη Συγγρού, για το πώς φτιάχτηκε η πιάτσα, ιστορίες άγριες.

Μιλάμε, όμως, και για το άλλο κομμάτι, τις ανθρώπινες σχέσεις, που μας συγκινούν πάντα, γιατί δεν έχει σημασία το φύλο αλλά οι ίδιες οι σχέσεις. Αυτό το «γύρνα να με κοιτάξεις» που λέει ο ένας στον άλλο. Αυτή είναι η αφήγηση και θα την καταλάβει ακόμα και η γιαγιά μου, δεν χρειάζεται να σκεφτεί τίποτα. Θα δει ένα κλαμπ με τρανς που κάνουν drag show. Και κάθε Σάββατο θα έρχεται και ένας guest που θα κάνει ένα τρίλεπτο drag show.

πηγή: lifo